- περικαλύπτω
- ΝΜΑεπικαλύπτω, σκεπάζω ολόγυρα, περιβάλλω κάτι από όλα τα μέρη (α. «καὶ ἤρξαντό τινες... περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῡ», ΚΔ.β. «πολέμοιο νέφος περὶ πάντα καλύπτει», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. μέσ. περικαλύπτομαισκεπάζομαι ολόγυρα, από όλες τις μεριές2. χρησιμοποιούμαι ως κάλυμμα3. αποκρύπτω4. φρ. α) «περικαλύπτω τι σωτηρίᾳ» — διασφαλίζω, εξασφαλίζω, σώζω κάτι (Πλάτ.)β) «περικαλύπτω τὰ πάθη» — αποκρύπτω σκόπιμα τα πάθη για να εξαπατήσω (Πλούτ.)γ) «περικαλύπτω τι τῷ θεῷ (τῷ Διονύσῳ)» — μεθώ (Δίφιλ.)δ) «περικαλύπτω τινὶ σκότον»μτφ. περιβάλλω, καλύπτω από παντού με σκοτάδι (Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.